- ξαναπλένω
- και ξαναπλύνωπλένω ξανά, πλένω για δεύτερη φορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσαποκλύζω — Α ξαναπλένω κάτι καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά»] … Dictionary of Greek